ΣΧΕΤ. : Η αρ.πρωτ. Δ17Γ 5021713 ΕΞ2014/16-09-2014 Δ.Υ.Ο. (Κοινοποίηση της Απόφασης του Συμβουλίου της 16ης Ιουνίου 2014 για την υπογραφή εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και των κρατών μελών τους, αφενός και της Γεωργίας, αφετέρου) ii. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΔΑΣΜΩΝ (άρθρο 26)
Τα μέρη εξαλείφουν όλους τους τελωνειακούς δασμούς για εμπορεύματα που προέρχονται από το έτερο μέρος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Συμφωνίας:
1) με εξαίρεση α) τα προϊόντα που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ-Α (σελ. 148) τα οποία εισάγονται στην Ένωση με απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς εντός των ορίων των δασμολογικών ποσοστώσεων που ορίζονται στο εν λόγω παράρτημα και β) τα προϊόντα που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ-Β (σελ. 149-150) τα οποία υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό όταν εισάγονται στην Ένωση με απαλλαγή από τον κατ’ αξία συντελεστή του εισαγωγικού δασμού.
2) με την επιφύλαξη ότι τα εισαγόμενα εμπορεύματα που προέρχονται από τη Γεωργία τα οποία αναγράφονται στο παράρτημα ΙΙ-Γ (σελ. 151-173) υπόκεινται στον μηχανισμό κατά της καταστρατήγησης, που ορίζεται στο άρθρο 27 της κοινοποιούμενης Συμφωνίας.
iii. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΑΠΟΙΗΜΕΝΑ ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ (άρθρο 27) Τα προϊόντα που αναγράφονται στο παράρτημα ΙΙ-Γ υπόκεινται στον μηχανισμό κατά της καταστρατήγησης. Ο μέσος ετήσιος όγκος εισαγωγών από τη Γεωργία στην Ένωση για κάθε κατηγορία των εν λόγω προϊόντων προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙ-Γ της κοινοποιούμενης Συμφωνίας.
iv. ΡΗΤΡΑ ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ (άρθρο 28)
Κανένα από τα μέρη δεν μπορεί να εγκρίνει νέους τελωνειακούς δασμούς για εμπορεύματα καταγωγής του εδάφους του άλλου μέρους, ούτε μπορεί να αυξήσει οποιονδήποτε υπάρχοντα τελωνειακό δασμό που εφαρμόζεται κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Συμφωνίας. Αυτό δεν αποκλείει το γεγονός ότι κάθε μέρος μπορεί να διατηρεί ή να αυξάνει έναν τελωνειακό δασμό, όπως εγκρίνεται από το όργανο επίλυσης διαφορών («ΟΕΔ») του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου («ΠΟΕ»).
v. ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ
Επί του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής της ως άνω Συμφωνίας επισημαίνονται τα ακόλουθα :
Οι κανόνες καταγωγής και οι μέθοδοι διοικητικής συνεργασίας που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της κοινοποιούμενης Συμφωνίας περιλαμβάνονται στο Πρωτόκολλο Καταγωγής (Πρωτόκολλο Ι, σελ. 612 έως 733).
1. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «ΚΑΤΑΓΟΜΕΝΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ» Ή «ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ» (άρθρο 2) Τα ακόλουθα προϊόντα θεωρούνται προϊόντα καταγωγής ενός συμβαλλόμενου μέρους:
α) προϊόντα που παράγονται εξ ολοκλήρου σε ένα συμβαλλόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 4 και
β) προϊόντα που παράγονται σε ένα συμβαλλόμενο μέρος και περιέχουν ύλες που δεν έχουν παραχθεί εξ ολοκλήρου σε αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι οι ύλες αυτές έχουν υποστεί επαρκή επεξεργασία ή μεταποίηση σε ένα συμβαλλόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 5.
2. ΣΩΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ (άρθρο 3) (α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου Καταγωγής, θεωρούνται προϊόντα καταγωγής ενός συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής τα προϊόντα που έχουν παραχθεί εκεί με την ενσωμάτωση υλών καταγωγής συμβαλλόμενου μέρους ή που περιέχουν υλικά καταγωγής Τουρκίας επί των οποίων ισχύει η απόφαση 1/95 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΚ- Τουρκίας της 22ας Δεκεμβρίου 1995, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν αποτελέσει εντός του συμβαλλόμενου μέρους αντικείμενο επεξεργασιών ή μεταποιήσεων πέραν αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου Καταγωγής. Τα προϊόντα αυτά δεν απαιτείται να έχουν υποστεί επαρκείς επεξεργασίες ή μεταποιήσεις. (β) Όταν οι επεξεργασίες ή μεταποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής δεν υπερβαίνουν τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 6, το παραγόμενο προϊόν θεωρείται προϊόν καταγωγής του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής μόνον εφόσον η προστιθέμενη αξία στο συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής είναι υψηλότερη από την αξία των χρησιμοποιηθεισών υλών καταγωγής σε οποιοδήποτε άλλο συμβαλλόμενο μέρος ή στην Τουρκία. Εάν αυτό δεν συμβαίνει, το παραγόμενο προϊόν θεωρείται καταγωγής Τουρκίας ή του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, ανάλογα με το ποιό εισέφερε την υψηλότερη αξία των καταγόμενων υλών που χρησιμοποιήθηκαν κατά την κατασκευή στο συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής. (γ) Τα προϊόντα καταγωγής ενός συμβαλλόμενου μέρους ή Τουρκίας, τα οποία δεν υφίστανται καμία επεξεργασία ή μεταποίηση στο συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής, διατηρούν την καταγωγή τους, εφόσον εξάγονται στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος. (δ) Η σώρευση που προβλέπεται για τις ύλες καταγωγής Τουρκίας εφαρμόζεται μόνο υπό τον όρο ότι:
α) ισχύει μια προτιμησιακή εμπορική συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο XXIV της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και της Τουρκίας
β) οι ύλες και τα προϊόντα έχουν αποκτήσει το χαρακτήρα καταγωγής κατ’ εφαρμογή κανόνων καταγωγής ταυτόσημων με αυτούς που προβλέπει το Πρωτόκολλο Καταγωγής και
γ) ανακοινώσεις που αναφέρουν την πλήρωση των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την εφαρμογή της σώρευσης έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σειρά C) και στη Γεωργία σύμφωνα με τις οικείες διαδικασίες. (ε) Η σώρευση εφαρμόζεται από την ημερομηνία που αναγράφεται στην ανακοίνωση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σειρά C). (στ) Τα συμβαλλόμενα μέρη παρέχουν εκατέρωθεν τις λεπτομέρειες των συμφωνιών, μεταξύ άλλων και της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος τους, που ισχύουν για τις άλλες χώρες που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β).
3. ΕΞ’ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ (άρθρο 4) Στο άρθρο 4 του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής απαριθμούνται τα προϊόντα που θεωρούνται ως εξ ολοκλήρου παραγόμενα σε συμβαλλόμενο μέρος.
4. ΕΠΑΡΚΩΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΑ Ή ΜΕΤΑΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ (άρθρο 5) Τα προϊόντα που δεν έχουν παραχθεί εξ ολοκλήρου θεωρείται ότι υπέστησαν επαρκή επεξεργασία ή μεταποίηση, όταν πληρούνται οι όροι του πίνακα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II του Πρωτοκόλλου Καταγωγής. Οι εν λόγω προϋποθέσεις αναφέρουν την επεξεργασία ή τη μεταποίηση που πρέπει να υποστούν οι μη καταγόμενες ύλες οι οποίες χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των προϊόντων αυτών και εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με αυτές τις ύλες. Συνεπώς, αν ένα προϊόν που φέρει τον χαρακτηρισμό «καταγωγής» επειδή ικανοποιεί τους όρους που καθορίζονται στον πίνακα για το προϊόν αυτό χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενός άλλου προϊόντος, οι όροι που ισχύουν για το προϊόν στο οποίο αυτό ενσωματώνεται δεν ισχύουν και ως προς αυτό και δεν λαμβάνονται υπόψη οι μη καταγόμενες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν, ενδεχομένως, για την κατασκευή του. Οι μη καταγόμενες ύλες οι οποίες, σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στον πίνακα του παραρτήματος ΙΙ, δεν χρησιμοποιούνται για την κατασκευή προϊόντος μπορούν, ωστόσο, να χρησιμοποιηθούν υπό την προϋπόθεση ότι:
α) η συνολική αξία τους δεν υπερβαίνει το 10% της τιμής εκ του εργοστασίου του προϊόντος
β) δεν σημειώνεται υπέρβαση των ποσοστών που περιέχονται στον πίνακα για τη μέγιστη αξία των μη καταγόμενων υλών δυνάμει της παρούσας παραγράφου. Τα ανωτέρω δεν εφαρμόζονται για τα προϊόντα που υπάγονται στα κεφάλαια 50 έως 63 του Εναρμονισμένου Συστήματος. Οι διατάξεις του άρθρου 5 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του επόμενου άρθρου 6 για την ανεπαρκή επεξεργασία ή μεταποίηση.
5. ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ Ή ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ (άρθρο 6) Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 6, οι επεξεργασίες ή μεταποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αυτού, δεν προσδίδουν καταγωγή στα προϊόντα ανεξάρτητα από το εάν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 5 του Πρωτοκόλλου Καταγωγής (περί επαρκώς επεξεργασμένων ή μεταποιημένων προϊόντων). Για να ορισθεί αν μία επεξεργασία ή μεταποίηση είναι ανεπαρκής σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην παρ. 1 του άρθρου αυτού προϋποθέσεις, πρέπει να εξετάζονται από κοινού όλες οι εργασίες που διενεργούνται από τα συμβαλλόμενα μέρη σε συγκεκριμένο προϊόν.
6. ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΑ, ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ (άρθρο 8) Τα εξαρτήματα, ανταλλακτικά και εργαλεία που παραδίδονται μαζί με ένα τεμάχιο εξοπλισμού, μηχανής, συσκευής ή οχήματος και αποτελούν μέρος του κανονικού του εξοπλισμού και συμπεριλαμβάνονται στην τιμή του, ή δεν τιμολογούνται χωριστά, θεωρούνται ότι αποτελούν ένα σύνολο με το εν λόγω τεμάχιο εξοπλισμού, μηχανής, συσκευής ή οχήματος.
7. ΚΑΝΟΝΑΣ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ (άρθρο 12) Η προτιμησιακή μεταχείριση εφαρμόζεται μόνον στα προϊόντα που πληρούν τις απαιτήσεις του Πρωτοκόλλου Καταγωγής και μεταφέρονται απευθείας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών ή μέσω του εδάφους της Τουρκίας. Ωστόσο, προϊόντα που αποτελούν μία και μόνο αποστολή μπορούν να μεταφερθούν μέσω άλλων εδαφών με, ενδεχομένως, μεταφόρτωση ή προσωρινή αποθήκευση στο εν λόγω έδαφος, με τον όρο ότι τα προϊόντα παραμένουν υπό την επιτήρηση των τελωνειακών αρχών της χώρας διαμετακόμισης ή αποθήκευσης και δεν υφίστανται άλλες εργασίες εκτός από την εκφόρτωση, την επαναφόρτωση ή οποιαδήποτε άλλη εργασία που αποβλέπει στη διατήρησή τους σε καλή κατάσταση. Τα καταγόμενα προϊόντα μπορούν να μεταφερθούν με αγωγούς μέσω εδάφους άλλου από εκείνο ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη που ενεργούν ως μέρη εξαγωγής και εισαγωγής. Για την απόδειξη της τήρησης του κανόνα απευθείας μεταφοράς προσκομίζονται στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής:
α) ενιαίο έγγραφο μεταφοράς που καλύπτει τη διέλευση από το συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής μέσω της χώρας διαμετακόμισης
β) βεβαίωση που χορηγείται από τις τελωνειακές αρχές της χώρας διαμετακόμισης και η οποία: i) παρέχει ακριβή περιγραφή των προϊόντων ii) αναφέρει τις ημερομηνίες εκφόρτωσης και επαναφόρτωσης των προϊόντων και, όταν χρειάζεται τα ονόματα των πλοίων ή άλλων μεταφορικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και iii) πιστοποιεί τις συνθήκες υπό τις οποίες τα προϊόντα παρέμειναν στη χώρα διαμετακόμισης ή
γ) ελλείψει αυτών, οποιοδήποτε αποδεικτικό έγγραφο.
8. ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΔΑΣΜΩΝ Ή ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΔΑΣΜΟΥΣ (άρθρο 14) Οι μη καταγόμενες ύλες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή προϊόντων καταγωγής ενός συμβαλλόμενου μέρους για τις οποίες εκδίδεται ή συντάσσεται πιστοποιητικό καταγωγής δεν αποτελούν στο συμβαλλόμενο μέρος αντικείμενο επιστροφής δασμών ή απαλλαγής από δασμούς οποιουδήποτε είδους. Η ανωτέρω απαγόρευση εφαρμόζεται σε κάθε ρύθμιση για επιστροφή, διαγραφή ή μη καταβολή, πλήρη ή μερική, δασμών ή επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος που επιβάλλονται στο συμβαλλόμενο μέρος επί υλών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή, σε περίπτωση που ισχύει αυτή η επιστροφή, διαγραφή, ή μη καταβολή, ρητά ή στην πράξη, όταν τα προϊόντα που παράγονται από τις εν λόγω ύλες εξάγονται και όχι όταν διατίθενται στην εσωτερική κατανάλωση. Ο εξαγωγέας προϊόντων που καλύπτονται από πιστοποιητικό καταγωγής πρέπει να είναι έτοιμος να υποβάλει ανά πάσα στιγμή, αν ζητηθεί από τις τελωνειακές αρχές, όλα τα κατάλληλα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι δεν έχει επιτραπεί επιστροφή, όσον αφορά τις μη καταγόμενες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των σχετικών προϊόντων και ότι όλοι οι δασμοί ή επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος που αντιστοιχούν σ’ αυτές τις ύλες έχουν πράγματι καταβληθεί. Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων ισχύουν επίσης για τη συσκευασία κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2, τα εξαρτήματα, τα ανταλλακτικά και τα εργαλεία κατά την έννοια του άρθρου 8 και τους συνδυασμούς προϊόντων κατά την έννοια του άρθρου 9, όταν αυτά δεν αποτελούν είδη καταγωγής. Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν μόνο για τις ύλες που ανήκουν στο είδος που αφορά το Πρωτόκολλο Καταγωγής.
9. ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ (Πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR 1, Δήλωση Τιμολογίου, άρθρα 15-30) Τα προϊόντα, καταγωγής ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά την εισαγωγή τους στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας, εφόσον προσκομισθεί ένα από τα ακόλουθα αποδεικτικά καταγωγής: Πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR 1, υπόδειγμα του οποίου περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙΙ του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής, Δήλωση του εξαγωγέα επί του τιμολογίου, του δελτίου παράδοσης ή οποιουδήποτε άλλου εμπορικού εγγράφου (Δήλωση Τιμολογίου) επί των οποίων περιγράφονται τα σχετικά προϊόντα με επαρκείς λεπτομέρειες ώστε να είναι δυνατή η εξακρίβωση της ταυτότητάς τους, το κείμενο της οποίας περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙV του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής. I. Διαδικασία έκδοσης πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR 1 (άρθρο 16) Το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR 1 εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής ύστερα από γραπτή αίτηση του εξαγωγέα ή υπ’ ευθύνη του από εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του (υπόδειγμα της αίτησης περιλαμβάνεται στο Προσάρτημα ΙΙΙ του Πρωτοκόλλου Καταγωγής). Ο εξαγωγέας που αιτείται την έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR 1 πρέπει να είναι σε θέση, εάν του ζητηθεί από τις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής στην οποία εκδίδεται το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR 1, να υποβάλει ανά πάσα στιγμή κάθε κατάλληλο έγγραφο για την απόδειξη του χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων καθώς και της τήρησης των λοιπών όρων του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής. Το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR 1 εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές κράτους μέλους της ΕΕ ή της Γεωργίας και τίθεται στη διάθεση του εξαγωγέα, μόλις πραγματοποιηθεί ή εξασφαλισθεί πραγματική εξαγωγή, με την προϋπόθεση ότι τα σχετικά εμπορεύματα μπορούν να θεωρηθούν προϊόντα καταγωγής ΕΕ ή Γεωργίας ή Τουρκίας και πληρούν τους λοιπούς όρους του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής. II. Εκ των υστέρων έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR 1 (Movement Certificate EUR 1 Issued Retrospectively, άρθρο 17) Το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR 1 μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να εκδίδεται μετά την εξαγωγή των προϊόντων τα οποία αφορά, εάν : Δεν είχε εκδοθεί πιστοποιητικό κυκλοφορίας κατά τη στιγμή της εξαγωγής συνεπεία λαθών, ακούσιων παραλείψεων ή ειδικών περιστάσεων, ή Αποδεικνύεται κατά τρόπο ικανοποιητικό στις τελωνειακές αρχές ότι εκδόθηκε πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR 1, το οποίο δεν έγινε αποδεκτό κατά την εισαγωγή για τεχνικούς λόγους. Στα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR 1 που εκδίδονται εκ των υστέρων πρέπει να αναγράφεται, στη θέση 7 «Παρατηρήσεις», η φράση «ISSUED RETROSPECTIVELY» στην αγγλική γλώσσα. Οι λοιποί όροι σχετικά με την εκ των υστέρων έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR 1, αναφέρονται αναλυτικά στο άρθρο 17 του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής. III. Έκδοση αντιγράφου του πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR 1 (Duplicate Movement Certificate EUR 1, άρθρο 18) Σε περίπτωση κλοπής, απώλειας ή καταστροφής ενός πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR 1, ο εξαγωγέας μπορεί να ζητήσει από τις τελωνειακές αρχές που το εξέδωσαν αντίγραφο αυτού, το οποίο συμπληρώνεται βάσει των εγγράφων εξαγωγής που κατέχουν. Το αντίγραφο αυτό, που πρέπει να φέρει την ημερομηνία έκδοσης του πρωτότυπου πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR 1, αρχίζει να ισχύει από την εν λόγω ημερομηνία. Στα αντίγραφα των πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR 1 πρέπει να αναγράφεται στη θέση 7 «Παρατηρήσεις», η ένδειξη «DUPLICATE» στην αγγλική γλώσσα. IV. Πιστοποιητικά αντικατάστασης (Replacement movement certificate EUR 1, άρθρο 19) Όταν προϊόντα καταγωγής ή καταγόμενα προϊόντα τίθενται υπό τον έλεγχο τελωνειακής αρχής της ΕΕ ή της Γεωργίας, είναι δυνατή η αντικατάσταση του πρωτοτύπου αποδεικτικού καταγωγής (Πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR 1, Δήλωση Τιμολογίου) από ένα ή περισσότερα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR 1, προκειμένου όλα ή ορισμένα από τα προϊόντα αυτά να αποσταλούν εντός του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους. Τα πιστοποιητικά αντικατάστασης των πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR 1 ή των Δηλώσεων Τιμολογίου εκδίδονται από το τελωνείο, στον έλεγχο του οποίου υποβάλλονται τα προϊόντα. Επισημαίνεται ότι, το πιστοποιητικό αντικατάστασης είναι δυνατό να εκδοθεί τόσο βάσει προηγουμένως εκδοθέντος πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR 1 όσο και βάσει συνταχθείσας Δήλωσης Τιμολογίου. Στη θέση 7 «Παρατηρήσεις» των πιστοποιητικών αντικατάστασης EUR 1 αναγράφεται στην αγγλική γλώσσα η ένδειξη “REPLACEMENT CERTIFICATE”. V. Λογιστικός διαχωρισμός (άρθρο 20) Όταν η διατήρηση χωριστών αποθεμάτων καταγόμενων και μη καταγόμενων, πανομοιότυπων και εναλλασσόμενων υλών, συνεπάγεται υψηλό κόστος ή σημαντικά προβλήματα, οι τελωνειακές αρχές δύνανται, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής, μετά από γραπτή αίτηση των ενδιαφερομένων, να επιτρέπουν την εφαρμογή της μεθόδου του λεγόμενου «λογιστικού διαχωρισμού» (εφεξής: «μέθοδος») για τη διαχείριση αυτών των αποθεμάτων. Η μέθοδος διασφαλίζει ότι, για συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς, ο αριθμός των παραγόμενων προϊόντων που θα ήταν δυνατό να θεωρηθούν ως «καταγόμενα» είναι ο ίδιος με αυτόν που θα είχε προκύψει αν είχε υπάρξει φυσικός διαχωρισμός των αποθεμάτων. Οι τελωνειακές αρχές δύνανται να εξαρτούν την παροχή της άδειας της παραγράφου 1 από την πλήρωση των όρων που κρίνονται αναγκαίοι. Η μέθοδος εφαρμόζεται, η δε εφαρμογή της καταγράφεται, βάσει των γενικών λογιστικών αρχών που ισχύουν στη χώρα κατασκευής του προϊόντος. Ο δικαιούχος της μεθόδου μπορεί να εκδίδει ή να ζητεί την έκδοση πιστοποιητικών καταγωγής, κατά περίπτωση, για την ποσότητα των προϊόντων που δύνανται να θεωρούνται καταγόμενα. Κατόπιν αιτήματος των τελωνειακών αρχών, ο δικαιούχος υποβάλλει δήλωση για τον τρόπο διαχείρισης των ποσοτήτων. Οι τελωνειακές αρχές παρακολουθούν τη χρήση της άδειας και δύνανται να την ανακαλούν, εφόσον ο δικαιούχος τη χρησιμοποιεί κατά μη δέοντα τρόπο ή δεν πληροί οποιονδήποτε από τους λοιπούς όρους που παρατίθενται στο κοινοποιούμενο πρωτόκολλο. VI. Δήλωση Καταγωγής (άρθρο 21) Η Δήλωση Καταγωγής είναι δυνατόν να συντάσσεται: από εγκεκριμένο εξαγωγέα ανεξάρτητα από την αξία των σχετικών προϊόντων από οποιονδήποτε εξαγωγέα για κάθε αποστολή που αποτελείται από ένα ή περισσότερα δέματα, τα οποία περιέχουν προϊόντα καταγωγής ή καταγόμενα προϊόντα, η συνολική αξία των οποίων δεν υπερβαίνει τα 6.000 ευρώ. Για να συνταχθεί Δήλωση Καταγωγής πρέπει τα σχετικά προϊόντα να μπορούν να θεωρηθούν ως προϊόντα καταγωγής ΕΕ ή Γεωργίας και να πληρούν τους όρους του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής. Ο εξαγωγέας που συντάσσει Δήλωση Καταγωγής πρέπει να είναι σε θέση να προσκομίσει ανά πάσα στιγμή, εάν του ζητηθεί από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής, κάθε κατάλληλο έγγραφο που αποδεικνύει τον χαρακτήρα καταγωγής των εν λόγω προϊόντων, καθώς και την εκπλήρωση των λοιπών όρων του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής. Η Δήλωση Καταγωγής, φέρει σε πρωτότυπο την ιδιόχειρη υπογραφή του εξαγωγέα και μπορεί να συντάσσεται κατά την εξαγωγή των προϊόντων τα οποία αφορά ή μετά την εξαγωγή, με τον όρο ότι προσκομίζεται στη χώρα εισαγωγής το αργότερο δύο έτη μετά την εισαγωγή των προϊόντων τα οποία αφορά. Η Δήλωση Καταγωγής συντάσσεται από τον εξαγωγέα με δακτυλογράφηση, αποτύπωση μέσω σφραγίδας ή με εκτύπωση στο τιμολόγιο, στο δελτίο παράδοσης ή σε άλλο εμπορικό έγγραφο, βάσει του ακόλουθου κειμένου: Στην ελληνική γλώσσα: «Ο εξαγωγέας των προϊόντων που καλύπτονται από το παρόν έγγραφο (άδεια τελωνείου υπ’ αριθ………) δηλώνει ότι, εκτός εάν δηλώνεται σαφώς άλλως, τα προϊόντα αυτά είναι προτιμησιακής καταγωγής……………..». Στην αγγλική γλώσσα : “The exporter of the products covered by this document (customs authorisation No ….) declares that, except where otherwise clearly indicated, these products are of …….. preferential origin” Η Δήλωση Καταγωγής μπορεί να είναι και χειρόγραφη, οπότε πρέπει να συντάσσεται με μελάνι και με ευανάγνωστους χαρακτήρες. VII. Εγκεκριμένος εξαγωγέας (άρθρο 22) Οι αρμόδιες αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής μπορούν να επιτρέπουν σε κάθε εξαγωγέα (εφεξής: «εγκεκριμένος εξαγωγέας»), ο οποίος πραγματοποιεί συχνές αποστολές προϊόντων βάσει της κοινοποιούμενης Συμφωνίας και πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, να συντάσσει Δηλώσεις Καταγωγής ανεξάρτητα από την αξία των σχετικών προϊόντων. Ο αριθμός αδείας του εγκεκριμένου εξαγωγέα αναγράφεται επί της Δήλωσης Καταγωγής. VIII. Διάρκεια ισχύος αποδεικτικού καταγωγής (άρθρο 23) Τα αποδεικτικά καταγωγής ισχύουν για 4 μήνες από την ημερομηνία έκδοσης στο συμβαλλόμενο μέρος εξαγωγής και εντός αυτής της προθεσμίας πρέπει να υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές του μέρους εισαγωγής. Αποδεικτικά καταγωγής που υποβάλλονται στις εν λόγω αρχές μετά την παρέλευση της ως άνω προθεσμίας είναι δυνατόν να γίνονται δεκτά για την εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος εφόσον η αδυναμία μη εμπρόθεσμης υποβολής τους οφείλεται σε εξαιρετικές περιστάσεις. Σε άλλες περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής, οι τελωνειακές αρχές του μέρους εισαγωγής μπορούν να αποδέχονται τα αποδεικτικά καταγωγής όταν τα προϊόντα έχουν προσκομισθεί πριν από την εν λόγω τελική ημερομηνία. IX. Εισαγωγή σε τμηματικές αποστολές (άρθρο 25) Μετά από αίτημα του εισαγωγέα και υπό τους όρους που καθορίζονται από τις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής, επιτρέπεται η εισαγωγή τμηματικών αποστολών αποσυναρμολογημένων ή μη συναρμολογημένων προϊόντων κατά την έννοια του γενικού κανόνα 2α) του Εναρμονισμένου Συστήματος που υπάγονται στο Τμήμα XVI (Κεφάλαια 84 και 85 του ΕΣ), στο Τμήμα XVII (Κεφάλαια 86,87,88 και 89 του ΕΣ) καθώς και στις κλάσεις 7308 και 9406 του ΕΣ, με την υποβολή ενιαίου αποδεικτικού καταγωγής, το οποίο υποβάλλεται στις τελωνειακές αρχές κατά την εισαγωγή της πρώτης τμηματικής αποστολής. X. Απαλλαγή από την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικού καταγωγής (άρθρο 26) Τα προϊόντα που αποστέλλονται υπό μορφή μικροδεμάτων μεταξύ ιδιωτών ή που περιέχονται στις προσωπικές αποσκευές ταξιδιωτών γίνονται δεκτά ως καταγόμενα προϊόντα, χωρίς να απαιτείται η κατάθεση αποδεικτικού καταγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για εισαγωγές χωρίς κανένα εμπορικό χαρακτήρα, δηλώνονται ότι πληρούν τους όρους του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής και δεν υπάρχει στις τελωνειακές αρχές καμία αμφιβολία ως προς την ειλικρίνεια της σχετικής δήλωσης. Προκειμένου περί ταχυδρομικών αποστολών, η δήλωση αυτή μπορεί να αναγράφεται στη δήλωση του τελωνείου ή σε φύλλο χαρτιού που προσαρτάται στη δήλωση του τελωνείου. Η συνολική αξία των προϊόντων αυτών δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 500 ευρώ στην περίπτωση μικροδεμάτων ή τα 1.200 ευρώ στην περίπτωση προϊόντων που περιέχονται στις προσωπικές αποσκευές ταξιδιωτών. XI. Φύλαξη του αποδεικτικού καταγωγής και των δικαιολογητικών εγγράφων (άρθρο 28) Ο εξαγωγέας που αιτείται την έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR 1, φυλάσσει επί τρία τουλάχιστον έτη τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 16, παράγραφος 3 του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής και τα οποία σχετίζονται με την απόδειξη του χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων και την τήρηση των λοιπών όρων του εν λόγω Πρωτοκόλλου. Οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής που εκδίδουν πιστοποιητικό κυκλοφορίας ΕUR 1 φυλάσσουν επί τρία τουλάχιστον έτη την αίτηση έκδοσης του εν λόγω πιστοποιητικού που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2. Ο εξαγωγέας που συντάσσει Δήλωση Τιμολογίου φυλάσσει επί τρία τουλάχιστον έτη αντίγραφο αυτής καθώς και τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 3 του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής και τα οποία σχετίζονται με την απόδειξη του χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων και την τήρηση των λοιπών όρων του εν λόγω Πρωτοκόλλου. Οι τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής φυλάσσουν επί τρία τουλάχιστον έτη τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας ΕUR 1 και τις Δηλώσεις Τιμολογίου που υπέβαλαν ή υποβλήθηκαν σε αυτές. XII. Διαφορές και λάθη εκτύπωσης (άρθρο 29) Η διαπίστωση μικροδιαφορών μεταξύ των στοιχείων που αναφέρονται στο αποδεικτικό καταγωγής και εκείνων που αναφέρονται στα έγγραφα που υποβάλλονται στο τελωνείο για τη διεκπεραίωση των διατυπώσεων εισαγωγής των προϊόντων, δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτής την ακυρότητα του αποδεικτικού καταγωγής, εάν αποδεικνύεται δεόντως ότι αυτό το αποδεικτικό πράγματι αντιστοιχεί στα προσκομισθέντα προϊόντα. Προφανή λάθη εκτύπωσης, όπως τα τυπογραφικά λάθη στο αποδεικτικό καταγωγής, δεν πρέπει να συνεπάγονται την απόρριψή του, εάν τα σφάλματα αυτά δεν είναι τέτοια που να δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των δηλωθέντων στοιχείων στο εν λόγω αποδεικτικό.
10. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ I. Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών-Αμοιβαία Συνδρομή (άρθρο 31) Για να διασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής, η ΕΕ και η Γεωργία παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, μέσω των αρμόδιων τελωνειακών αρχών για τον έλεγχο της γνησιότητας των πιστοποιητικών κυκλοφορίας ΕUR 1 ή των Δηλώσεων Καταγωγής και της ακρίβειας των πληροφοριών που περιέχονται στα εν λόγω αποδεικτικά καταγωγής. II. Έλεγχος των αποδεικτικών καταγωγής (άρθρο 32) Ο εκ των υστέρων έλεγχος των αποδεικτικών καταγωγής πραγματοποιείται είτε δειγματοληπτικά είτε κάθε φορά που οι τελωνειακές αρχές του Μέρους εισαγωγής έχουν βάσιμες αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα, την εγκυρότητα αυτών ή την τήρηση των λοιπών όρων του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής. Σε περίπτωση βάσιμων αμφιβολιών λαμβάνονται από τις τελωνειακές αρχές εισαγωγής όλα τα απαραίτητα μέτρα διασφάλισης των δασμών. Εάν, εντός 10 μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος ελέγχου, δεν δοθεί απάντηση ή εάν η απάντηση δεν περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες για τη διαπίστωση της αυθεντικότητας του αποδεικτικού καταγωγής ή της καταγωγής των προϊόντων, οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές που έχουν ζητήσει τον έλεγχο αρνούνται την προτιμησιακή μεταχείριση. Ο έλεγχος διενεργείται από τις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εξαγωγής. Για το σκοπό αυτό οι εν λόγω αρχές έχουν το δικαίωμα να ζητούν την προσκόμιση κάθε αποδεικτικού στοιχείου και να διενεργούν ελέγχους των λογιστικών βιβλίων του εξαγωγέα καθώς και οποιονδήποτε άλλο έλεγχο κρίνουν αναγκαίο. Υπενθυμίζεται ότι, οι κατά τα ανωτέρω έλεγχοι των αποδεικτικών καταγωγής (πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR 1, Δήλωση Καταγωγής) που θα ζητούνται από τις υπηρεσίες σας θα διενεργούνται μέσω της ΕΛ.Υ.Τ Αττικής, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθ. Δ.421/263/10.03.2005 ΔΥΟΟ. III. Ελεύθερες ζώνες (άρθρο 35) Τα συμβαλλόμενα μέρη προβαίνουν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να διασφαλίζουν ότι τα προϊόντα που διακινούνται υπό την κάλυψη αποδεικτικού καταγωγής και παραμένουν κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους σε ελεύθερη ζώνη στο έδαφός τους, δεν αντικαθίστανται από άλλα προϊόντα ούτε υποβάλλονται σε επεξεργασίες άλλες από τις συνήθεις εργασίες που αποβλέπουν στη διατήρησή τους σε καλή κατάσταση. Παρά τα ανωτέρω, όταν προϊόντα καταγωγής ενός συμβαλλόμενου μέρους εισάγονται σε ελεύθερη ζώνη στο έδαφός τους υπό την κάλυψη αποδεικτικού καταγωγής και υφίστανται επεξεργασία ή μεταποίηση, οι ενδιαφερόμενες αρχές εκδίδουν νέο πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR 1, εφόσον ζητηθεί από τον εξαγωγέα, εάν η επεξεργασία ή η μεταποίηση είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του κοινοποιούμενου Πρωτοκόλλου Καταγωγής.
11. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ ΥΠΟ ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ Ή ΥΠΟ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ (άρθρο 39) Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις, για τα προϊόντα τα οποία κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Συμφωνίας βρίσκονται σε διαμετακόμιση, σε προσωρινή αποθήκευση, σε τελωνειακή αποταμίευση ή σε ελεύθερη ζώνη και πληρούν τις προϋποθέσεις να θεωρηθούν καταγόμενα, είναι δυνατή η εκ των υστέρων έκδοση αποδεικτικού καταγωγής, με την προϋπόθεση ότι το αποδεικτικό αυτό θα προσκομισθεί στις τελωνειακές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής εντός 4 μηνών. Γ. ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ Σας ενημερώνουμε ότι, στο Πρωτόκολλο Καταγωγής υπάρχουν ορισμένα μεταφραστικά σφάλματα. Συγκεκριμένα, όπου εμφανίζεται στο κείμενο ο όρος: «Πιστοποιητικό Καταγωγής» θα νοείται ως «Αποδεικτικό Καταγωγής» και όπου εμφανίζονται οι όροι: «Δήλωση τιμολογίου» και «Δήλωση Τόπου Καταγωγής» θα νοούνται ως «Δήλωση Καταγωγής» λόγω λανθασμένης απόδοσης στην Ελληνική γλώσσα. Δ. Οι επαγγελματικοί φορείς προς τους οποίους κοινοποιείται η παρούσα με τα συνημμένα της, παρακαλούνται όπως μεριμνήσουν για τη σχετική ενημέρωση των μελών τους.